αλαπαδνοσύνη

αλαπαδνοσύνη
ἀλαπαδνοσύνη, η (Α) [ἀλαπαδνός]
αδυναμία, εξασθένηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλαπαδνοσύνη — feebleness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαπαδνός — ἀλαπαδνός, ή, όν (Α) αυτός που εξαντλείται που καταβάλλεται εύκολα, ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. ρ. ἀλαπάζω*, με ανάπτυξη τού προσφύματος –δ αναλογικά προς επίθετα, όπως ἀκιδνός «ασθενής, αδύνατος», σμερδνός «φοβερός, φρικτός», κεδνός «επιμελής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”